ὑπόχαλκος: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui renferme du cuivre ; <i>fig.</i> falsifié, faux, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαλκός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui renferme du cuivre ; <i>fig.</i> falsifié, faux, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαλκός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ηχεί όπως ο [[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) [[κίβδηλος]], [[ψεύτικος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>χαλκος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A containing a mixture of copper, Pl.R.415b; κανοῦν χρυσοῦν ὑπόχαλκον bronze gilt, IG22.1407.21; ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον Com.Adesp. (?) ap.Suid. s.v. ὑπόχαλκον: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. ὑπάργυρος, etc. 2 sounding like copper, ὑ. ἠχὼ φέρειν Philostr.VA3.8. 3 of a copper colour, ζῷον ὑπόχαλκον τὴν μορφήν (sc. the οἶστρος or μύωψ) Sch.Od.22.299.
German (Pape)
[Seite 1239] unten von Kupfer, Plat. Rep. III, 415 b; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unächt, verfälscht, Plut. ed. lib. 2, mit κίβδηλος verbunden.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχαλκος: -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑποσίδηρος, ὑπόχρυσος. 2) ὁ ἠχῶν ὡς χαλκός, ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων χρῶμα χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui renferme du cuivre ; fig. falsifié, faux, trompeur.
Étymologie: ὑπό, χαλκός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό
2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος
3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπί-χαλκος)].