χορταγωγία: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(6_9)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορτᾰγωγία''': ἡ, (ἀγωγὸς) συγκομιδὴ χόρτου πρὸς τροφὴν τῶν ζῴων, Ἄννα Κομν. σ. 96, 107, 112, 193.
|lstext='''χορτᾰγωγία''': ἡ, (ἀγωγὸς) συγκομιδὴ χόρτου πρὸς τροφὴν τῶν ζῴων, Ἄννα Κομν. σ. 96, 107, 112, 193.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ<br />[[συγκομιδή]] χόρτου, [[ιδίως]] για [[ζωοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αγωγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[αγωγός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λαφυρ</i>-<i>αγωγία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χορτᾰγωγία: ἡ, (ἀγωγὸς) συγκομιδὴ χόρτου πρὸς τροφὴν τῶν ζῴων, Ἄννα Κομν. σ. 96, 107, 112, 193.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -αγωγία (< -αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυρ-αγωγία].