συρμή: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συρμή''': ἡ, = [[συρμός]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἑρμότ. 79. | |lstext='''συρμή''': ἡ, = [[συρμός]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἑρμότ. 79. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και σουρμή Ν [[σύρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλάκι]] που σχηματίζεται από [[σώμα]] που σύρεται<br /><b>2.</b> [[τόπος]] διάβασης πουλιών<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών επίπλων και σκευών οικίας<br /><b>4.</b> [[επιδημία]], [[συρμός]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[φίδι]] βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» — λέγεται για ανθρώπους που εικάζουν για πράγματα πασιφανή<br /><b>αρχ.</b><br />[[σειρά]] από ίχνη, [[ιδίως]] φιδιού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A trail of a snake, Sch.Luc.Herm.79.
Greek (Liddell-Scott)
συρμή: ἡ, = συρμός, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἑρμότ. 79.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σουρμή Ν σύρω
νεοελλ.
1. αυλάκι που σχηματίζεται από σώμα που σύρεται
2. τόπος διάβασης πουλιών
3. το σύνολο τών επίπλων και σκευών οικίας
4. επιδημία, συρμός
5. παροιμ. «το φίδι βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» — λέγεται για ανθρώπους που εικάζουν για πράγματα πασιφανή
αρχ.
σειρά από ίχνη, ιδίως φιδιού.