συνισχναίνω: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=amoindrir, diminuer, alléger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἰσχναίνω]]. | |btext=amoindrir, diminuer, alléger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἰσχναίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] [[συντελώ]] στην [[περιστολή]], [[λιγοστεύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνισχναίνομαι</i><br />α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῡνται καὶ [[μέρος]] τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[ισχνός]], [[αδυνατίζω]] [[επίσης]] («[[ἀναλόγως]] τὸ λοιπὸν [[σῶμα]] συνισχναίνεσθαι τοῑς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχναίνω]] «[[κάνω]] κάποιον ισχνό»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
in Pass.,
A shrivel up, Hp.Morb.Sacr.5, al.; to be contracted or made slim, Antyll. ap. Orib.6.10.6. 2 metaph., join with in reducing, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνᾰνεῖ E.IA694 (v. ἰσχναίνω).
Greek (Liddell-Scott)
συνισχναίνω: ὁμοῦ ἰσχναίνω, ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).
French (Bailly abrégé)
amoindrir, diminuer, alléger.
Étymologie: σύν, ἰσχναίνω.
Greek Monolingual
Α
1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῑ», Ευρ.)
2. παθ. συνισχναίνομαι
α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῡνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)
β) γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω επίσης («ἀναλόγως τὸ λοιπὸν σῶμα συνισχναίνεσθαι τοῑς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἰσχναίνω «κάνω κάποιον ισχνό»].