φύρμα: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(6_21)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φύρμα''': τό, [[μῖγμα]], [[κόπρος]], [[ῥύπος]], [[βόρβορος]], Νικ. Ἀλ. 485, πρβλ. Θηρ. 723.
|lstext='''φύρμα''': τό, [[μῖγμα]], [[κόπρος]], [[ῥύπος]], [[βόρβορος]], Νικ. Ἀλ. 485, πρβλ. Θηρ. 723.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[φύρω]]<br />[[μίγμα]] από άχρηστα υλικά, σκουπίδια, βρομιές.
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύρμα Medium diacritics: φύρμα Low diacritics: φύρμα Capitals: ΦΥΡΜΑ
Transliteration A: phýrma Transliteration B: phyrma Transliteration C: fyrma Beta Code: fu/rma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mixture, dung, filth, Nic.Al.485 (pl.), Th.723.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, Gemengsel, Schmutz, Auswurf, Unreinigkeit, Nic. Al. 485 Th. 723.

Greek (Liddell-Scott)

φύρμα: τό, μῖγμα, κόπρος, ῥύπος, βόρβορος, Νικ. Ἀλ. 485, πρβλ. Θηρ. 723.

Greek Monolingual

τὸ, Α φύρω
μίγμα από άχρηστα υλικά, σκουπίδια, βρομιές.