φρόνις: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(Autenrieth)
(45)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ιος ([[φρήν]]): [[knowledge]], [[counsel]]; [[much]] ‘[[information]],’ Od. 4.258.
|auten=ιος ([[φρήν]]): [[knowledge]], [[counsel]]; [[much]] ‘[[information]],’ Od. 4.258.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[φρόνηση]], [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κόν</i>-<i>ις</i>, <i>πόλ</i>-<i>ις</i>). Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί [[υστερογενώς]] κατ' [[επίδραση]] του <i>φρόν</i>-<i>ι</i>-<i>μος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρόνις Medium diacritics: φρόνις Low diacritics: φρόνις Capitals: ΦΡΟΝΙΣ
Transliteration A: phrónis Transliteration B: phronis Transliteration C: fronis Beta Code: fro/nis

English (LSJ)

εως, ἡ, (φρήν, φρονέω)

   A prudence, wisdom, περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [Nestor] knows the customs and wisdom above other men, Od.3.244; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, 4.258, cf. Lyc. 1456, Opp.H.1.653.

German (Pape)

[Seite 1309] ἡ, Verstand, Klugheit, Einsicht; περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; Kunde, Kenntniß, κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν 4, 258, er brachte viele Kunde oder Kundschaft aus Troja zurück (wo er sich eingeschlichen hatte); sp. D., wie Lycophr. 1456 Oppian. Hal. 1, 653.

Greek (Liddell-Scott)

φρόνις: -εως, ἡ, (φρήν, φρονέω), φρόνησις, σύνεσις, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ Νέστωρ] γινώσκει καλῶς τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 intelligence, bon sens, sagesse;
2 connaissances acquises, expérience.
Étymologie: φρήν.

English (Autenrieth)

ιος (φρήν): knowledge, counsel; muchinformation,’ Od. 4.258.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) φρόνηση, σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν, φρενός + κατάλ. -ις (πρβλ. κόν-ις, πόλ-ις). Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υστερογενώς κατ' επίδραση του φρόν-ι-μος].