τεραμότης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6_12)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερᾰμότης''': -ητος, ἡ, [[μαλακότης]], [[ἁπαλότης]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 10.
|lstext='''τερᾰμότης''': -ητος, ἡ, [[μαλακότης]], [[ἁπαλότης]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α<br />η [[ιδιότητα]] του μαλακού, [[απαλότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεράμων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i> (<b>πρβλ.</b> [[μείων]]: [[μειότης]])].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰμότης Medium diacritics: τεραμότης Low diacritics: τεραμότης Capitals: ΤΕΡΑΜΟΤΗΣ
Transliteration A: teramótēs Transliteration B: teramotēs Transliteration C: teramotis Beta Code: teramo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A softness, Thphr.CP4.12.10.

German (Pape)

[Seite 1092] ητος, ἡ, Weichheit, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰμότης: -ητος, ἡ, μαλακότης, ἁπαλότης, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 10.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α
η ιδιότητα του μαλακού, απαλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεράμων + κατάλ. -ότης (πρβλ. μείων: μειότης)].