ὑπέρπλεως: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_22) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρπλεως''': -ων, [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 186· πρβλ. [[ὑπέρπλεος]]. | |lstext='''ὑπέρπλεως''': -ων, [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 186· πρβλ. [[ὑπέρπλεος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ων / [[ὑπέρπλεως]], -ων, ΝΜΑ και [[ὑπέρπλεος]], -ον, Ν<br />(λόγ. τ.) εντελώς [[γεμάτος]], [[ξέχειλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπέρπλεον</i><br />το [[περίσσευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ων,
A overfull, surfeited, γαστριμαργίαις Luc.Am.42, cf. Poll.4.186: cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 1201] überfüllt, τινί, Luc. am. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπλεως: -ων, πλήρης εἰς ὑπερβολήν, κεκορεσμένος ὑπερμέτρως, γαστριμαργίαις Λουκ. Ἔρωτ. 42· μεμολυσμένος, Πολυδ. Δ΄, 186· πρβλ. ὑπέρπλεος.
Greek Monolingual
-ων / ὑπέρπλεως, -ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, -ον, Ν
(λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον
το περίσσευμα
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].