χιλιοστύς: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />corps de mille hommes.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />corps de mille hommes.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[χιλιαστύς]] και [[χελληστύς]], -ύος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., του οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[σώμα]] χιλίων στρατιωτών, [[χιλιαρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό [[χίλιοι]] με [[επίθημα]] -<i>οσ</i>-<i>τύς</i> το οποίο έχει προέλθει από έναν συνδυασμό τών καταλ. -<i>οστός</i> και -<i>τύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυριοσ</i>-<i>τύς</i>). Ο ιων. τ. [[χιλιαστύς]] κατ' [[επίδραση]] του τ. [[χιλιάς]], ενώ ο αιολ. τ. [[χελληστύς]] παραμένει</i> [[δυσερμήνευτος]] ως [[προς]] τον σχηματισμό του επιθήματος].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοστύς Medium diacritics: χιλιοστύς Low diacritics: χιλιοστύς Capitals: ΧΙΛΙΟΣΤΥΣ
Transliteration A: chiliostýs Transliteration B: chiliostys Transliteration C: chiliostys Beta Code: xiliostu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A body of a thousand, X.Cyr.2.4.3, 6.3.13.31.

German (Pape)

[Seite 1356] ἡ, eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοστύς: -ύος, ἡ, σῶμα στρατιωτῶν ἐκ χιλίων, παραγγείλας τὴν πρώτην χιλιοστὺν ἕπεσθαι κατὰ χώραν Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 3· τὴν χιλιοστὴν τῶν ἱππέων λαβὼν 6. 3, 13 καὶ 31.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
corps de mille hommes.
Étymologie: χίλιοι.

Greek Monolingual

και χιλιαστύς και χελληστύς, -ύος, ἡ, Α
1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., του οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη
2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι με επίθημα -οσ-τύς το οποίο έχει προέλθει από έναν συνδυασμό τών καταλ. -οστός και -τύς (πρβλ. μυριοσ-τύς). Ο ιων. τ. χιλιαστύς κατ' επίδραση του τ. χιλιάς, ενώ ο αιολ. τ. χελληστύς παραμένει δυσερμήνευτος ως προς τον σχηματισμό του επιθήματος].