φλεγματικός: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(6_10) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλεγμᾰτικός''': -ή, -όν, ([[φλέγμα]] ΙΙ. 2) [[φλεγματώδης]], [[πάθος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10, Γαλην., κλπ. | |lstext='''φλεγμᾰτικός''': -ή, -όν, ([[φλέγμα]] ΙΙ. 2) [[φλεγματώδης]], [[πάθος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10, Γαλην., κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέγμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[φλεγματώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] βασικούς, σύμφωνα με τη [[θεωρία]] της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψύχραιμος]], [[απαθής]], [[ασυγκίνητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (
A φλέγμα 11.2) abounding in phlegm, ἔδεσμα, of the brain as food, Gal.6.676 (Comp.), cf. Alex.Aphr.Pr.1.2 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1291] zum Schleim gehörig, davon kommend, voll Schleim, daran leidend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰτικός: -ή, -όν, (φλέγμα ΙΙ. 2) φλεγματώδης, πάθος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10, Γαλην., κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φλεγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
φλεγματώδης
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) ένας από τους τέσσερεις βασικούς, σύμφωνα με τη θεωρία της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου
2. μτφ. ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος.