φαλαντίας: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />chauve sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />chauve sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλανθος]] «αυτός που [[είναι]] [[φαλακρός]] στο [[μέτωπο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ίας</i>). Το -<i>ντ</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] τα ρηματ. επίθ. σε -<i>αντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀθέρμ</i>-<i>αντος</i>, <i>ἀλεύκ</i>-<i>αντος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A bald man, Luc.Philops.18.
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v. l. bei Luc., Poll. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπ-ίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμ-αντος, ἀλεύκ-αντος)].