συντομία: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />concision, brièveté.<br />'''Étymologie:''' [[σύντομος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />concision, brièveté.<br />'''Étymologie:''' [[σύντομος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σύντομος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συντόμου, [[βραχύτητα]] («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[σημείο]] απλούστευσης μουσικής [[γραφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βραχυλογία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] συντομίας» — για [[οικονομία]] χρόνου<br />β) «εν [[συντομία]]» — με [[λίγα]] [[λόγια]], [[σύντομα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαίρεση]], [[διάσπαση]] («[[ὥστε]] μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντομία Medium diacritics: συντομία Low diacritics: συντομία Capitals: ΣΥΝΤΟΜΙΑ
Transliteration A: syntomía Transliteration B: syntomia Transliteration C: syntomia Beta Code: suntomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A conciseness, λόγων Pl. Phdr.267b, cf. Lycurg.102, Arist.Rh.1407b28, Phld.Rh.1.176S., Gal.6.458.    II simplicity, in Music, Philoch.66.

Greek (Liddell-Scott)

συντομία: ἡ, (σύντομος ΙΙ) ὡς καὶ νῦν, βραχύτης, λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 161. 44, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 6, 1. ΙΙ. ἀμφίβ. ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀθήν. 638Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
concision, brièveté.
Étymologie: σύντομος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σύντομος
1. η ιδιότητα του συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.)
2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής
νεοελλ.
1. βραχυλογία
2. φρ. α) «χάριν συντομίας» — για οικονομία χρόνου
β) «εν συντομία» — με λίγα λόγια, σύντομα
μσν.-αρχ.
διαίρεση, διάσπασηὥστε μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).