συνεργάτης: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[συνεργός]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[συνεργός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συνεργάτιδα]] και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α [[συνεργάζομαι]]<br />αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την [[επίτευξη]] κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δίνει [[συνεργασία]] σε ένα [[ίδρυμα]] ή σε μια [[επιχείρηση]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συνεργάτιδα]] και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α [[συνεργάζομαι]]<br />αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την [[επίτευξη]] κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δίνει [[συνεργασία]] σε ένα [[ίδρυμα]] ή σε μια [[επιχείρηση]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συνεργάτιδα]] και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α [[συνεργάζομαι]]<br />αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την [[επίτευξη]] κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δίνει [[συνεργασία]] σε ένα [[ίδρυμα]] ή σε μια [[επιχείρηση]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργάτης Medium diacritics: συνεργάτης Low diacritics: συνεργάτης Capitals: ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Transliteration A: synergátēs Transliteration B: synergatēs Transliteration C: synergatis Beta Code: sunerga/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A fellow-workman, helpmate, πεμφθεὶς . . σοὶ ξ. S.Ph.93; σκότος ξ. E.Hipp.417: c. gen. rei, an accomplice or assistant in, ἄγρας Id.Ba.1146; fem., συνεργ-άτις φόνου Id.El.100.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ συνεργαζόμενος, συμβοηθός, πεμφθείς σοι ξυνεργάτης Σοφ. Φιλ. 93· σκότον ξ. Εὐρ. Ἱππ. 417· μετὰ γεν. πράγματος, βοηθός, συνεργὸς εἴς τι, ἄγρας ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1146· οὕτως ἐν τῷ θηλ. συνεργάτις, ιδος, ἡ, συνεργάτις φόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 100.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. συνεργός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α συνεργάζομαι
αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που δίνει συνεργασία σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α συνεργάζομαι
αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που δίνει συνεργασία σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση.