συσκευή: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(6_9) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συσκευή''': ἡ, [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]]· μεταφορ., [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], [[σκευωρία]], [[σκευώρημα]], Ἡρῳδιαν. 3. 12, Εὐσ., κλπ. | |lstext='''συσκευή''': ἡ, [[παρασκευή]], [[ἑτοιμασία]]· μεταφορ., [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], [[σκευωρία]], [[σκευώρημα]], Ἡρῳδιαν. 3. 12, Εὐσ., κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> α) σύνθετη [[κατασκευή]] προορισμένη να εκτελεί ορισμένη [[εργασία]], [[συνδυασμός]] διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα [[σύνολο]] συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «[[μηχανική]] [[συσκευή]]» β. «ηλεκτρική [[συσκευή]]» γ. «ηλεκτρονική [[συσκευή]]»)<br />β) [[συναρμολόγηση]] διαφόρων εξαρτημάτων και οργάνων με σκοπό την [[πραγματοποίηση]] διάταξης για [[εκτέλεση]] πειράματος ή συγκεκριμένου είδους μέτρησης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μηχανορραφία]], [[σκευωρία]], [[δόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> η [[προετοιμασία]] δράματος στο [[θέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευή]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[εξοπλισμός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-[[σκευή]], <i>παρα</i>-[[σκευή]]. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματικής ενέργειας του [[συσκευάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A intrigue, plot, CPHerm.25 ii 1 (iii A.D.), Hdn.3.12.3, PLond.5.1674.65 (vi A.D.), EM286.24.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. auf dem Theater; übh. Gaukelei, Blendwerk, Hdn. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συσκευή: ἡ, παρασκευή, ἑτοιμασία· μεταφορ., δόλος, μηχανορραφία, σκευωρία, σκευώρημα, Ἡρῳδιαν. 3. 12, Εὐσ., κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
τεχνολ. α) σύνθετη κατασκευή προορισμένη να εκτελεί ορισμένη εργασία, συνδυασμός διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα σύνολο συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «μηχανική συσκευή» β. «ηλεκτρική συσκευή» γ. «ηλεκτρονική συσκευή»)
β) συναρμολόγηση διαφόρων εξαρτημάτων και οργάνων με σκοπό την πραγματοποίηση διάταξης για εκτέλεση πειράματος ή συγκεκριμένου είδους μέτρησης
μσν.-αρχ.
μηχανορραφία, σκευωρία, δόλος
αρχ.
1. ετοιμασία
2. η προετοιμασία δράματος στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκευή (< σκευή «εξοπλισμός»), πρβλ. κατα-σκευή, παρα-σκευή. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματικής ενέργειας του συσκευάζω.