τετράμηνος: Difference between revisions
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
(T22) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[τετράμηνον]] (from [[τέτρα]], [[which]] [[see]], and [[μήν]]; cf. Lob. ad. Phryn., p. 549), of [[four]] months, [[lasting]] [[four]] months: [[τετράμηνος]] ἐστιν, [[namely]], [[χρόνος]], [[τετράμηνον]] ἐστιν, as in Alex.; [[Thucydides]], [[Aristotle]], [[Polybius]], [[Plutarch]], others.) | |txtha=[[τετράμηνον]] (from [[τέτρα]], [[which]] [[see]], and [[μήν]]; cf. Lob. ad. Phryn., p. 549), of [[four]] months, [[lasting]] [[four]] months: [[τετράμηνος]] ἐστιν, [[namely]], [[χρόνος]], [[τετράμηνον]] ἐστιν, as in Alex.; [[Thucydides]], [[Aristotle]], [[Polybius]], [[Plutarch]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράμηνος]], -ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[πετράμεινος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] τεσσάρων μηνών («τετράμηνη [[προθεσμία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τεσσάρων μηνών, [[τετραμηνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για έμβρυα) αυτός που αποβλήθηκε [[μετά]] από τετράμηνη [[κύηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>μηνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (μήν)
A of four months, lasting four months, σπονδαί Th.5.63; τετράμηνοι ὀχεύουσι at four months old, Arist.HA545b1; τετράμηνον for a space of four months, ib.573a13, cf. PCair.Zen.291,498 (iii B.C.), etc.; ἡ πρώτη τ. SIG410.4 (Erythrae, iii B.C.); so τετράμηνα Hp.Aph.4.1: Boeot. πετράμεινος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράμηνος: [ᾰ], -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τεσσάρων μηνῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ τέσσαρας μῆνας διαρκῶν, σπονδαὶ Θουκ. 5. 63· τετράμηνοι ὀχεύουσι, εἰς ἡλικίαν τεσσάρων μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12· τετράμηνον, χρονικὸν διάστημα τεσσάρων μηνῶν, αὐτόθι 6. 18, 22· οὕτω τετράμηνα Ἱππ. Ἀφ. 1249.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre mois, qui dure quatre mois.
Étymologie: τέσσαρες, μήν².
English (Thayer)
τετράμηνον (from τέτρα, which see, and μήν; cf. Lob. ad. Phryn., p. 549), of four months, lasting four months: τετράμηνος ἐστιν, namely, χρόνος, τετράμηνον ἐστιν, as in Alex.; Thucydides, Aristotle, Polybius, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράμηνος, -ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, -ον, Α
1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία»)
2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το τετράμηνο(ν)
χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετραμηνία
αρχ.
(για έμβρυα) αυτός που αποβλήθηκε μετά από τετράμηνη κύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μηνος (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑξά-μηνος].