τρίκλωνος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_17) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίκλωνος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κλῶνας, τὸ [[τηλέφιλον]] [[κάτωθεν]] ἀναβαίνει τρίκλωνον Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 29. | |lstext='''τρίκλωνος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κλῶνας, τὸ [[τηλέφιλον]] [[κάτωθεν]] ἀναβαίνει τρίκλωνον Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίκλωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] κλώνους, [[τρεις]] κλάδους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για νήματα) αυτός που έχει [[τρεις]] κλωστές<br /><b>2.</b> (για καλώδια ή σύρματα) αυτός που έχει [[τρία]] έμβολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλῶνος]] «[[κλάδος]], [[κλωνάρι]], [[κλωστή]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with or of three shoots, Sch.Theoc.3.29.
German (Pape)
[Seite 1143] mit, von drei Schossen, Schol. Theocr. 3, 29.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκλωνος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κλῶνας, τὸ τηλέφιλον κάτωθεν ἀναβαίνει τρίκλωνον Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 29.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που έχει τρεις κλωστές
2. (για καλώδια ή σύρματα) αυτός που έχει τρία έμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλῶνος «κλάδος, κλωνάρι, κλωστή»].