τρίλοφος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6_17) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίλοφος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] λόφους, ἐπὶ κράνους, τῆς Ἀθηνᾶς ἡ [[ἱέρεια]]... πανοπλίαν ἔχουσα καὶ τρίλοφον [[κράνος]] Πολύαιν. 8. 59. ΙΙ. ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κορυφὰς ἢ ἄκρας, Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην Νόνν. Δ. 6. 124. | |lstext='''τρίλοφος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] λόφους, ἐπὶ κράνους, τῆς Ἀθηνᾶς ἡ [[ἱέρεια]]... πανοπλίαν ἔχουσα καὶ τρίλοφον [[κράνος]] Πολύαιν. 8. 59. ΙΙ. ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κορυφὰς ἢ ἄκρας, Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην Νόνν. Δ. 6. 124. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[περικεφαλαία]]) αυτός που έχει [[τρία]] λοφία<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην», Νoνν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>λοφος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with three crests, κράνος Polyaen.8.59. II with three peaks or points, Nonn. D.6.124.
German (Pape)
[Seite 1144] mit drei Helmbüschen, übh. mit drei Erhöhungen, Spitzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρίλοφος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς λόφους, ἐπὶ κράνους, τῆς Ἀθηνᾶς ἡ ἱέρεια... πανοπλίαν ἔχουσα καὶ τρίλοφον κράνος Πολύαιν. 8. 59. ΙΙ. ὁ ἔχων τρεῖς κορυφὰς ἢ ἄκρας, Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην Νόνν. Δ. 6. 124.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία
2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην», Νoνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λόφος (πρβλ. ἑπτά-λοφος)].