ὑπόδυσις: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_8) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόδῠσις''': -εως, ἡ, τὸ εἰσέρχεσθαι ὑπό τινα τόπον, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. ΙΙ. [[τόπος]] πρὸς καταφυγήν, [[καταφύγιον]], Διόδ. 3. 14, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22, κλπ. | |lstext='''ὑπόδῠσις''': -εως, ἡ, τὸ εἰσέρχεσθαι ὑπό τινα τόπον, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. ΙΙ. [[τόπος]] πρὸς καταφυγήν, [[καταφύγιον]], Διόδ. 3. 14, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[ὑποδύω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> [[παρείσφρηση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]]<br /><b>3.</b> (για σφυγμό) η [[ιδιότητα]] του ανεπαίσθητου<br /><b>4.</b> [[βύθιση]] [[μέσα]] στο [[νερό]], [[κατάδυση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A getting under a place, Arist.IA713a20. II retiring place, place of shelter, Agatharch.32, J.BJ3.7.22, Muson.Fr. 14p.71H. III imperceptibility, σφυγμῶν Sor.2.61. IV = submersio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1216] ἡ, das Untertauchen, Hineinschlüpfen. – Ort zum Verkriechen, Schlupfwinkel, dah. Zuflucht, D. Sic. 3, 44. S. auch ὑπόδοσις.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόδῠσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσέρχεσθαι ὑπό τινα τόπον, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. ΙΙ. τόπος πρὸς καταφυγήν, καταφύγιον, Διόδ. 3. 14, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22, κλπ.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α ὑποδύω, -ομαι]
1. παρείσφρηση
2. καταφύγιο
3. (για σφυγμό) η ιδιότητα του ανεπαίσθητου
4. βύθιση μέσα στο νερό, κατάδυση.