φιλοχρηματιστής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui aime à thésauriser.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[χρηματίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui aime à thésauriser.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[χρηματίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α αυτός που επιθυμεί έντονα την [[απόκτηση]] χρημάτων, περιουσίας («ἀντὶ δὴ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματιστής]] «αυτός που ασχολείται με χρηματικές εργασίες, με [[συγκέντρωση]] χρημάτων»].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχρημᾰτιστής Medium diacritics: φιλοχρηματιστής Low diacritics: φιλοχρηματιστής Capitals: ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: philochrēmatistḗs Transliteration B: philochrēmatistēs Transliteration C: filochrimatistis Beta Code: filoxrhmatisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fond of moneymaking, φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι Pl.R.551a: perh. to be read in Arist.Pol.1316a40.

German (Pape)

[Seite 1288] ὁ, der Geld, Vermögen zu erlangen trachtet, bes. durch den Handel, Plat. Rep. VIII, 551 a.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχρημᾰτιστής: -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν κτῆσιν χρημάτων, φίλος τοῦ χρηματίζεσθαι, φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι Πλάτ. Πολ. 551Α. ― Ἐπίρρ. φιλοχρηματιστικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν φιλοχρηματιστῶν, Πολυδ. Γ΄, 113.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui aime à thésauriser.
Étymologie: φίλος, χρηματίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α αυτός που επιθυμεί έντονα την απόκτηση χρημάτων, περιουσίας («ἀντὶ δὴ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηματιστής «αυτός που ασχολείται με χρηματικές εργασίες, με συγκέντρωση χρημάτων»].