φόλυς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(6_22)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φόλυς''': -υος, ὁ, [[εἶδος]] κυνός, Ἀντίμ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 32.
|lstext='''φόλυς''': -υος, ὁ, [[εἶδος]] κυνός, Ἀντίμ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 32.
}}
{{grml
|mltxt=-υος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> «[[φόλυες]]<br />κύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> [[πρέπει]] να διορθωθεί σε: <i>oἵ πυρροί ὄντες μέλανα στίγματα εἶχον</i>, [[οπότε]] ο τ. [[φόλυς]] μπορεί να συνδεθεί με τη λ. [[φολίς]] «[[κηλίδα]], [[στίγμα]], [[λέπι]]» με μία, δυσερμήνευτη [[ωστόσο]], [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων σε -<i>i</i>- και <i>u</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φόλυς: -υος, ὁ, εἶδος κυνός, Ἀντίμ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 32.

Greek Monolingual

-υος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «φόλυες
κύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το ερμήνευμα του Ησύχ. πρέπει να διορθωθεί σε: oἵ πυρροί ὄντες μέλανα στίγματα εἶχον, οπότε ο τ. φόλυς μπορεί να συνδεθεί με τη λ. φολίς «κηλίδα, στίγμα, λέπι» με μία, δυσερμήνευτη ωστόσο, εναλλαγή τών επιθημάτων σε -i- και u-].