αγκωνή: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η 1. η [[γωνία]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις πλευρές της<br /><b>2.</b> ο [[χώρος]] [[γύρω]] από [[γωνία]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την υπόλοιπη [[έκταση]]<br /><b>3.</b> απόμερη [[θέση]], [[άκρη]], [[γωνιά]]<br /><b>4.</b> η [[γωνιά]] του τζακιού, ως η καλύτερη και τιμητικότερη [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγκών]] <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]], [[αντί]] <i>αγκωνία</i>, | |mltxt=η 1. η [[γωνία]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις πλευρές της<br /><b>2.</b> ο [[χώρος]] [[γύρω]] από [[γωνία]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την υπόλοιπη [[έκταση]]<br /><b>3.</b> απόμερη [[θέση]], [[άκρη]], [[γωνιά]]<br /><b>4.</b> η [[γωνιά]] του τζακιού, ως η καλύτερη και τιμητικότερη [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγκών]] <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]], [[αντί]] <i>αγκωνία</i>, πρβλ. και [[αμφιβολία]] - <i>αφιβολή</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγκωνάρι]], [[αγκωνίτσα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 23 December 2018
Greek Monolingual
η 1. η γωνία σε αντιδιαστολή προς τις πλευρές της
2. ο χώρος γύρω από γωνία σε αντιδιαστολή προς την υπόλοιπη έκταση
3. απόμερη θέση, άκρη, γωνιά
4. η γωνιά του τζακιού, ως η καλύτερη και τιμητικότερη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκών + γωνία, αντί αγκωνία, πρβλ. και αμφιβολία - αφιβολή.
ΠΑΡ. αγκωνάρι, αγκωνίτσα].