αίνω: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἵνω]] (Α)<br />[[κοσκινίζω]], [[λιχνίζω]], [[ξεχωρίζω]] την ήρα από το [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. <i>vannus</i> «[[λιχνιστήρι]]» και τα αρχ. γερμ. <i>wint</i><i>ō</i><i>n</i> και <i>dis</i>-<i>winpjan</i> που σημαίνουν [[επίσης]] «[[λιχνίζω]]», [[τότε]] θα μπορούσε να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>w</i><i>ē</i>- «[[φυσώ]], [[πνέω]]», «[[άνεμος]]», όπου ανάγονται αρχικά και οι αναφερθείσες λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>ventus</i> «[[άνεμος]]», ελλην. <i>ἄω</i> <b>κ.ά.</b>). Στην [[περίπτωση]] αυτή το [[αἵνω]] θα παραχθεί από τ. <i>F</i><i>ӑ</i>-<i>ν</i>-<i>jω</i> με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>-, ενώ) ο [[παράλληλος]] τ. [[ἀνέω]], που μαρτυρείται [[επίσης]], από αρχ. τ. <i>a</i>-<i>Fa</i>-<i>v</i>-<i>έω</i> (με προθεματικό <i>ἀ</i>-) προήλθε με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]]].
|mltxt=[[αἵνω]] (Α)<br />[[κοσκινίζω]], [[λιχνίζω]], [[ξεχωρίζω]] την ήρα από το [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. <i>vannus</i> «[[λιχνιστήρι]]» και τα αρχ. γερμ. <i>wint</i><i>ō</i><i>n</i> και <i>dis</i>-<i>winpjan</i> που σημαίνουν [[επίσης]] «[[λιχνίζω]]», [[τότε]] θα μπορούσε να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>w</i><i>ē</i>- «[[φυσώ]], [[πνέω]]», «[[άνεμος]]», όπου ανάγονται αρχικά και οι αναφερθείσες λέξεις (πρβλ. και λατ. <i>ventus</i> «[[άνεμος]]», ελλην. <i>ἄω</i> <b>κ.ά.</b>). Στην [[περίπτωση]] αυτή το [[αἵνω]] θα παραχθεί από τ. <i>F</i><i>ӑ</i>-<i>ν</i>-<i>jω</i> με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>-, ενώ) ο [[παράλληλος]] τ. [[ἀνέω]], που μαρτυρείται [[επίσης]], από αρχ. τ. <i>a</i>-<i>Fa</i>-<i>v</i>-<i>έω</i> (με προθεματικό <i>ἀ</i>-) προήλθε με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]]].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

αἵνω (Α)
κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν η λ. συνδέεται πραγματικά, όπως υποστηρίζουν μερικοί, με το λατ. vannus «λιχνιστήρι» και τα αρχ. γερμ. wintōn και dis-winpjan που σημαίνουν επίσης «λιχνίζω», τότε θα μπορούσε να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα wē- «φυσώ, πνέω», «άνεμος», όπου ανάγονται αρχικά και οι αναφερθείσες λέξεις (πρβλ. και λατ. ventus «άνεμος», ελλην. ἄω κ.ά.). Στην περίπτωση αυτή το αἵνω θα παραχθεί από τ. Fӑ-ν- με έρρινο ένθημα -ν-, ενώ) ο παράλληλος τ. ἀνέω, που μαρτυρείται επίσης, από αρχ. τ. a-Fa-v-έω (με προθεματικό -) προήλθε με σίγηση του F και συναίρεση].