αρμόδιος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἁρμόδιος]], -ία, -ιον)<br />ο [[κατάλληλος]], ο [[υπεύθυνος]] ή ο [[ειδικός]] σε ένα [[θέμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ταιριαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. μεταρρηματικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αρμοδ</i>-, [[αρμόζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> κύριο όνομα <i>Αρμόδιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἁρμόδιος]], -ία, -ιον)<br />ο [[κατάλληλος]], ο [[υπεύθυνος]] ή ο [[ειδικός]] σε ένα [[θέμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ταιριαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. μεταρρηματικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αρμοδ</i>-, [[αρμόζω]] (πρβλ. κύριο όνομα <i>Αρμόδιος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 23 December 2018

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἁρμόδιος, -ία, -ιον)
ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα
αρχ.
ο ταιριαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ-, αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)].