αμφιρρεπής: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Μ [[ἀμφιρρεπής]])<br /><b>1.</b> αυτός που ρέπει, που κλίνει και [[προς]] τα δύο μέρη, ο [[αμφίρροπος]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀμφιρρεπές</i><br />αμφίβολο, διφορούμενο<br /><b>3.</b> (το [[επίρρημα]] στη [[φράση]]) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» — [[είμαι]] [[αμφίρροπος]], [[αμφίβολος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] ( | |mltxt=-ές (Μ [[ἀμφιρρεπής]])<br /><b>1.</b> αυτός που ρέπει, που κλίνει και [[προς]] τα δύο μέρη, ο [[αμφίρροπος]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀμφιρρεπές</i><br />αμφίβολο, διφορούμενο<br /><b>3.</b> (το [[επίρρημα]] στη [[φράση]]) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» — [[είμαι]] [[αμφίρροπος]], [[αμφίβολος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] (πρβλ. αρχ. [[ἀρρεπής]], <i>χαμαιρρεπής</i>, [[ἑτερορρεπής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 23 December 2018
Greek Monolingual
-ές (Μ ἀμφιρρεπής)
1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές
αμφίβολο, διφορούμενο
3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» — είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ρεπὴς < ρέπω (πρβλ. αρχ. ἀρρεπής, χαμαιρρεπής, ἑτερορρεπής κ.ά.)].