αἱμυλία: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[encanto]], [[seducción]], [[persuasión]] en el hablar αἱ. καὶ χάρις Plu.<i>Num</i>.8, cf. <i>Aem</i>.2, 2.16b, Phld.<i>Rh</i>.2.77, μηχανὴ ... ἴυγξ καὶ αἱ. Hld.7.10.3, ἀνάπαιστα ... ἐπιλέγοντες ... αἱμυλίας γέμοντα Alciphr.3.7.3.<br /><b class="num">2</b> [[verosimilitud]], [[plausibilidad]] λόγοι αἱμυλίας τε καὶ κόμπου ἄγευστοι historias que no tienen el regusto de verosimilitud presuntuosa (de las griegas)</i>, Ael.<i>NA</i> 5.49.<br /><b class="num">3</b> en mal sent. como sinónimo de [[βωμολοχία]] [[chocarrería]] Sud.s.u. βωμολοχεύσαιτο. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[encanto]], [[seducción]], [[persuasión]] en el hablar αἱ. καὶ χάρις Plu.<i>Num</i>.8, cf. <i>Aem</i>.2, 2.16b, Phld.<i>Rh</i>.2.77, μηχανὴ ... ἴυγξ καὶ αἱ. Hld.7.10.3, ἀνάπαιστα ... ἐπιλέγοντες ... αἱμυλίας γέμοντα Alciphr.3.7.3.<br /><b class="num">2</b> [[verosimilitud]], [[plausibilidad]] λόγοι αἱμυλίας τε καὶ κόμπου ἄγευστοι historias que no tienen el regusto de verosimilitud presuntuosa (de las griegas)</i>, Ael.<i>NA</i> 5.49.<br /><b class="num">3</b> en mal sent. como sinónimo de [[βωμολοχία]] [[chocarrería]] Sud.s.u. βωμολοχεύσαιτο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἱμυλία:''' ἡ ([[αἱμύλος]]), [[απόκτηση]] ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, [[νίκη]], [[κατάκτηση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (αἱμύλος)
A wheedling, αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, prob. in Phld.Rh.2.77 S.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμυλία: ἡ, (αἱμύλος) = ὁ ἐπίχαρις καὶ θελκτικὸς τρόπος, πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς τρόπος, Πλουτ. Νουμ. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grâce, charme, gentillesse.
Étymologie: αἱμύλος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 encanto, seducción, persuasión en el hablar αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, cf. Aem.2, 2.16b, Phld.Rh.2.77, μηχανὴ ... ἴυγξ καὶ αἱ. Hld.7.10.3, ἀνάπαιστα ... ἐπιλέγοντες ... αἱμυλίας γέμοντα Alciphr.3.7.3.
2 verosimilitud, plausibilidad λόγοι αἱμυλίας τε καὶ κόμπου ἄγευστοι historias que no tienen el regusto de verosimilitud presuntuosa (de las griegas), Ael.NA 5.49.
3 en mal sent. como sinónimo de βωμολοχία chocarrería Sud.s.u. βωμολοχεύσαιτο.
Greek Monotonic
αἱμυλία: ἡ (αἱμύλος), απόκτηση ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, νίκη, κατάκτηση, σε Πλούτ.