ἀκρασία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκρασία]]) [[ἄκρατος]]<br />κακή, ανθυγιεινή [[μίξη]] και [[κυρίως]] κακή [[σύσταση]] τών χυμών του σώματος, [[δυσκρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η μη [[υγιεινή]] [[σύσταση]] του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό [[κλίμα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκρασία]], η (Α)<br />η [[ακράτεια]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἀκρασία]], η (Μ)<br />[[έλλειψη]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ουσ. [[κρασί]], με [[επίδραση]] της λ. [[ἀφαγία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκρασία]]) [[ἄκρατος]]<br />κακή, ανθυγιεινή [[μίξη]] και [[κυρίως]] κακή [[σύσταση]] τών χυμών του σώματος, [[δυσκρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η μη [[υγιεινή]] [[σύσταση]] του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό [[κλίμα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκρασία]], η (Α)<br />η [[ακράτεια]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἀκρασία]], η (Μ)<br />[[έλλειψη]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ουσ. [[κρασί]], με [[επίδραση]] της λ. [[ἀφαγία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρᾱσία:''' ἡ (ἄκρᾱτος), κακή [[μείξη]], κακή [[θερμοκρασία]], σε Θεόφρ.
}}
}}

Revision as of 17:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱσία Medium diacritics: ἀκρασία Low diacritics: ακρασία Capitals: ΑΚΡΑΣΙΑ
Transliteration A: akrasía Transliteration B: akrasia Transliteration C: akrasia Beta Code: a)krasi/a

English (LSJ)

(A), Ion. ἀκρησίη, ἡ, (ἄκρᾱτος)

   A bad mixture, ill temperature, opp. εὐκρασία, ἀ. ἀέρος an unwholesome climate, Thphr.CP3.2.5; διὰ τὴν ἀκρησίην, of meats, Hp.VM7; χυμῶν ἀκρησίαι ib.18.
ἀκρᾰσ-ία (B), Ion. ἀκρᾰ-σίη,

   A = ἀκράτεια, Archil.Supp.2.10, Democr. 234, D.2.18, X.Mem.4.5.6, Isoc.15.221 (pl.), Arist.EN1145a16, Men. 544, Ev.Matt.23.25, etc.; βρώσιος Dialex.1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾱσία: ἡ, (ἄκρᾱτος), κακὴ μῖξις, κακὴ σύγκρασις θερμοκρασίας, ἀντίθ. τῷ εὐκρασία, ἀκρ. ἀέρος, μὴ ὑγιεινὴ κατάστασις τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· διὰ τὴν ἀκρησίην, τῶν τροφῶν (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀκρᾰσίην, = ἀκράτειαν), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
intempérie.
Étymologie: ἄκρατος.
Ant. εὐκρασία.
2ας (ἡ) :
c. ἀκράτεια.

Spanish (DGE)

(ἀκρᾰσία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀκρασίη Hippon.194.12
I debilidad, impotencia, agotamiento κύων ... κείμενος ἀκρασίῃ Hippon.l.c., cf. Hp.Coac.166.
II 1sent. social indisciplina, intemperancia πόλεως Arist.Pol.1310a19, del ejército, Plb.1.66.6.
2 sent. individual falta de dominio, desenfreno, incontinencia op. σωφροσύνη Democr.B 234, X.Mem.4.5.7, D.26.25, Pl.Grg.525a, ἀ. παρακολουθεῖ τῇ ἀφροσύνῃ Arist.VV 1251a2, cf. Men.Fr.631.3, Eu.Matt.23.25, Asoka Edict.9, c. gen. ἀ. βρώσιος Dialex.1, βίου D.2.18, ἡδονῶν Pl.Lg.886a, λόγου Thphr.Char.7.1, γλώττης Plu.2.10f, c. prep. πρὸς τὸ λαλεῖν Plu.Lyc.19, πρὸς τὰς ὠφελείας Plb.4.6.10
libertinaje, vicio Plb.15.25.25, διδάσκαλοι ἀκρασίας Ph.1.685.
-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ησίη Hp.VM 7
mezcla mal templada, insana c. gen. χυμῶν ἀ. Hp.VM 18, cf. Hp.VM 7, D.C.77.11.7.

English (Strong)

from ἀκρατής; want of self-restraint: excess, incontinency.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἀκρατής), want of self-control, incontinence, intemperance: ἀδικία); Lob. ad Phryn., p. 524f. (Aristotle on.))

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκρασία) ἄκρατος
κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών του σώματος, δυσκρασία
αρχ.
η μη υγιεινή σύσταση του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα.———————— (II)
ἀκρασία, η (Α)
η ακράτεια.———————— (III)
ἀκρασία, η (Μ)
έλλειψη κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ουσ. κρασί, με επίδραση της λ. ἀφαγία.

Greek Monotonic

ἀκρᾱσία: ἡ (ἄκρᾱτος), κακή μείξη, κακή θερμοκρασία, σε Θεόφρ.