ἀλαμπής: Difference between revisions
πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλαμπής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> ο μη [[λαμπρός]], ο [[χωρίς]] [[λάμψη]], ο [[θαμπός]]<br /><b>2.</b> [[άσημος]], [[άδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαμπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ἀλαμπία]]. | |mltxt=[[ἀλαμπής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> ο μη [[λαμπρός]], ο [[χωρίς]] [[λάμψη]], ο [[θαμπός]]<br /><b>2.</b> [[άσημος]], [[άδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαμπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ἀλαμπία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλαμπής:''' -ές, = το προηγ. <i>ἀλ. ἡλίου</i>,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από το φως του ήλιου, [[ανήλιαγος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[άσημος]], [[άδοξος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, = foreg.,
A νύξ Simon.37.8; dull, not bright, ὄψιες v.l. in Hp.Prog.2, πῦρ D.S.3.48; of colour, Arist. Col.793a12; of sound, Orib.50.51.2; ἀ. ἡλίον out of sun's light, S. Tr.691; ὑπόγαιον J.BJ1.3.3; ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς Epigr.Gr.431 (Antioch.). 2 metaph., obscure, ἀρετὴν..ἀμαυρὰν καὶ ἀ. Plu. Phoc.1, cf. B.12.175.
German (Pape)
[Seite 89] ές, dasselbe, ἡλίου, von der Sonne nicht beleuchtet, Soph. Tr. 688; Ἄϊδος εὐναί Ep. ad. 677 (App. 260); Plut. oft, z. B. χρώματα σκιερὰ καὶ ἀλ. Phoc. 2, glanzlos; übertr., δόξα ἀμαυρὰ καὶ ἀλ. Phoc. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαμπής: -ές, = τῷ προηγουμ., ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προγν. 37· ἀλ. ἡλίου, ἐκτὸς τοῦ φωτὸς ἢ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τρ. 691· ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 260. 2) μεταφ., ἄσημος, ἄδοξος, ἀρετήν... ἀμαυρὰν καὶ ἀλαμπῆ, Πλουτ. Φωκ. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne brille pas, sombre, obscur ; ἀλαμπὴς ἡλίου SOPH non éclairé par le soleil.
Étymologie: ἀ, λάμπω.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [plu. nom. no contr. ἀλαμπέες Gr.Naz.M.37.1570]
I 1que está lejos o apartado de la luz c. gen. ἡλίου S.Tr.691
•fig. de la luz divina, Gr.Naz.M.36.228C
•abs. privado de la luz, oscuro, sombrío Ἄϊδος εὐναί GVI 704.3 (Antioquía, Siria I a.C.), ὑπόγαιον I.BI 1.75, χωρίον Plu.2.940e
•subst. ἀλαμπέϊ νυκτός en la oscuridad de la noche B.13.175.
2 de colores y sonidos apagado op. στιλβός Arist.Col.793a12, χρῶμα Plu.Phoc.2, φωνή Orib.50.51.2.
3 poco brillante, sin brillo ὀμμάτιον Arist.Phgn.807b35, πῦρ D.S.3.48
•medic. de una fiebre sin manifestaciones externas πῦρ Aret.SA 2.7.3, πυρετός Aret.SD 2.9.12.
4 fig. oscuro, sin gloria ἀρετὴ ἀμαυρὰ καὶ ἀ. Plu.Phoc.1, de hombres ἀπρόκοποι καὶ ἀλαμπεῖς Vett.Val.88.26.
II 1ciego Const.Diac.Laud.M.88.521A.
2 fig. de los escritores paganos no iluminado Gr.Naz.M.37.1570.
Greek Monolingual
ἀλαμπής, -ὲς (Α)
1. ο μη λαμπρός, ο χωρίς λάμψη, ο θαμπός
2. άσημος, άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- + -λαμπὴς < λάμπω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀλαμπία.
Greek Monotonic
ἀλαμπής: -ές, = το προηγ. ἀλ. ἡλίου,
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το φως του ήλιου, ανήλιαγος, σε Σοφ.
2. μεταφ., άσημος, άδοξος, σε Πλούτ.