ἀμνήμων: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμνήμων]] (-ονος), -ον (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μνήμη]], που λησμονεί, [[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, [[αγνώμων]], [[αχάριστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έπεσε σε [[λήθη]], ο λησμονημένος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ Ἀμνήμονες</i><br />το [[συμβούλιο]] τών [[εξήντα]] (60) στην Κνίδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνήμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμνημόνως</i>, [[ἀμνημοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνημονῶ</i>]. | |mltxt=[[ἀμνήμων]] (-ονος), -ον (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μνήμη]], που λησμονεί, [[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, [[αγνώμων]], [[αχάριστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έπεσε σε [[λήθη]], ο λησμονημένος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ Ἀμνήμονες</i><br />το [[συμβούλιο]] τών [[εξήντα]] (60) στην Κνίδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνήμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμνημόνως</i>, [[ἀμνημοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνημονῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμνήμων:''' Δωρ. [[ἀμνάμων]], <i>-ον</i>, γεν. <i>-ονος</i>· ([[μνήμη]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[αμνήμων]], [[λησμονώ]], [[ξεχνώ]], σε Σοφ., Πλάτ.· <i>τινός</i>, κάποιο [[πράγμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ξεχασμένος, λησμονημένος, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἀμνάμων, ον, gen. ονος,
A unmindful, forgetful. Pi.I.7(6).17, S.Fr.920, Pl.Ti.88b; τινός of a person or thing, θεῶν A.Th. 606, cf. E.HF1397, Antipho 2.1.7; unmindful of kindness, ungrateful, Arist.EN1167b27. 2 Pass., forgotten, not mentioned, E.Ph.64. II Ἀμνήμονες, οἱ, council of 60 at Cnidus, Plu.2.292a.
German (Pape)
[Seite 126] ον, uneingedenk, vergeßlich, Pind. I. 6, 17: τινός, Aesch. Spt. 588; Eur. τύχη Phoen. 64; Herc. Fur. 1397: Plat. vrbdt es mit δυσμαθής. Tim. 88 b; Ep. VII, 344 a. – Aber Archimel. 2 (VII, 50) κείσῃ ἀμν., vergessen. – Adv. -μόνως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνήμων: Δωρ. ἀμνάμων, ον, γεν. ονος: - ὁ λησμονῶν, ἐπιλήσμων, Πινδ. Ι. 7 (6). 24, Σοφ. Ἀποσπ. 780, Πλάτ.: τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 606, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1397, Ἀντιφῶν 115. 29· ἰδίως ὁ ἐπιλήσμων εὐεργεσίας, ἀχάριστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 1. 2) παθ. λησμονημένος, λησμονηθείς, μὴ μνημονευθείς, Εὐρ. Φοίν. 64: - Ἐπίρρ. -μόνως, Κοσμᾶς Τοπογρ. ΙΙ. Ἀμνήμονες, οἱ, τὸ συμβούλιον τῶν 60 ἐν Κνίδῳ, Πλούτ. 2. 292Α.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 oublieux de, gén.;
2 ingrat.
Étymologie: ἀ, μνήμη.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀμνάμων Pi.I.7.17
• Morfología: [gen. -ονος]
I 1que se olvida de, olvidadizo, desmemoriado ἀμνάμονες δὲ βροτοί Pi.l.c., ἀνήρ S.Fr.920, τὸ τῆς ψυχῆς Pl.Ti.88b, δυσμαθεῖς δὲ καὶ ἀ. Pl.Ep.344a, ἀ. γὰρ οἱ πολλοί Arist.EN 1167b27, οἵ τε σφόδρα νέοι καὶ οἱ γέροντες ἀμνήμονές εἰσιν Arist.Mem.450b6, ἡ δὲ αἴσθησις ἄλογος οὖσα καὶ ἀ. S.E.M.10.65
•c. gen. θεῶν ἀ. A.Th.606, κακῶν E.HF 1397, τῶν κινδύνων Antipho 2.1.7, τοῦ γεγονότος ἀ. ἀγαθοῦ Epicur.Sent.Vat.[6] 19, εὐεργεσίης A.R.2.469, εὐεργετῶν Ph.2.55, τῶν πρόσω λόγων I.AI 10.138, τῆς πατρῷας φιλίας ἀμνημονέστερος I.BI 1.274, cf. AI 19.203, τῶν ἰδίων ἀ. συμμάχων I.BI 5.376, τεῶν προτέρων ὑμεναίων Nonn.D.48.533, νύμφης Musae.322
•en algunos cont. admite la trad. ingrato, desagradecido μὴ ἀμνήμονες ὄντες Lyco 15, φίλοις οὐκ ἀ., ἐχθροῖς βαρύτατος D.C.76.16.2.
2 que ha perdido la memoria, amnésico εἰ δέ τίς ἐστιν ἀ. Cat.Cod.Astr.8(1).192.
II olvidado, no recordado ἵν' ἀμνήμων τύχη γένοιτο E.Ph.64, ἀμνήμων κείσῃ AP 7.50 (Archimel.).
III οἱ Ἀμνήμονες los Amnémones miembros del Consejo de los 60 en Cnido, Plu.2.292a, cf. quizá 1 ἀμνάμων.
IV adv. ἀμνημόνως con olvido μοι ... οὔτε ... ἀ. ἔσχεν no ha sido olvidado por mi Paus.6.12.5, τῶν μὲν Ἑλληνικῶν λόγων ἐπιδεικτικῶς, τῶν δὲ θείων ἀ. Eus.Marcell.1.3.
Greek Monolingual
ἀμνήμων (-ονος), -ον (ΑΝ)
1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης
2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος
αρχ.
1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἀμνήμονες
το συμβούλιο τών εξήντα (60) στην Κνίδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μνήμων.
ΠΑΡ. ἀμνημόνως, ἀμνημοσύνη
αρχ.
ἀμνημονῶ].
Greek Monotonic
ἀμνήμων: Δωρ. ἀμνάμων, -ον, γεν. -ονος· (μνήμη)·
1. είμαι αμνήμων, λησμονώ, ξεχνώ, σε Σοφ., Πλάτ.· τινός, κάποιο πράγμα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. Παθ., ξεχασμένος, λησμονημένος, σε Ευρ.