ἁμαξίτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξίτης]], ο (Α)<br />της άμαξας, για [[άμαξα]]<br />«[[ἁμαξίτης]] [[φόρτος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ίτης]]].
|mltxt=[[ἁμαξίτης]], ο (Α)<br />της άμαξας, για [[άμαξα]]<br />«[[ἁμαξίτης]] [[φόρτος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ίτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁμαξίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἅμαξα]]), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[άμαξα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξίτης Medium diacritics: ἁμαξίτης Low diacritics: αμαξίτης Capitals: ΑΜΑΞΙΤΗΣ
Transliteration A: hamaxítēs Transliteration B: hamaxitēs Transliteration C: amaksitis Beta Code: a(maci/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of or for wagon, φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 115] ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἅμαξαν: φόρτος Ἀνθ. Π. ΙΧ. 306.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [-ῑ-]
1 de carreta φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
2 caminero epít. de Hermes BCH 85.846 (Paros).

Greek Monolingual

ἁμαξίτης, ο (Α)
της άμαξας, για άμαξα
«ἁμαξίτης φόρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].

Greek Monotonic

ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἅμαξα), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για άμαξα, σε Ανθ.