ἄναθλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄναθλος]], -ον (Α) [[ἄθλος]]<br />ο [[δίχως]] άθλους, [[δειλός]], [[άνανδρος]].
|mltxt=[[ἄναθλος]], -ον (Α) [[ἄθλος]]<br />ο [[δίχως]] άθλους, [[δειλός]], [[άνανδρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄναθλος:''' -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη [[πολεμοχαρής]], [[απόλεμος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναθλος Medium diacritics: ἄναθλος Low diacritics: άναθλος Capitals: ΑΝΑΘΛΟΣ
Transliteration A: ánathlos Transliteration B: anathlos Transliteration C: anathlos Beta Code: a)/naqlos

English (LSJ)

ον,

   A unathletic, Luc.Cal.12.

German (Pape)

[Seite 188] kampflos, nicht streitbar.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναθλος: -ον, ὁ ἄνευ ἄθλων, ἀπόλεμος, Λουκ. π. διαβολ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impropre à la lutte.
Étymologie: ἀ, ἆθλος.

Spanish (DGE)

-ον poco deportivo, ἀνταγωνιστής Luc.Cal.12.

Greek Monolingual

ἄναθλος, -ον (Α) ἄθλος
ο δίχως άθλους, δειλός, άνανδρος.

Greek Monotonic

ἄναθλος: -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη πολεμοχαρής, απόλεμος, σε Λουκ.