ἄμφωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄμφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]], πιθ. [[αντί]] <i>ἀμφόατος</i> ή -<i>ώατος</i>]. | |mltxt=[[ἄμφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]], πιθ. [[αντί]] <i>ἀμφόατος</i> ή -<i>ώατος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄμφωτος:''' -ον ([[οὖς]]), με [[δύο]] αυτιά, με [[δύο]] χερούλια - λαβές, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (οὖς)
A two-eared, two-handled, Od.22.10: neut. as Subst., jar, Hierocl.Facet.35.
German (Pape)
[Seite 147] (οὖς). zweiöhrig, zweihenkelig, Hom. einmal, Od. 22, 10 ἄλεισον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμφωτος: -ον, (οὖς) ὁ ἔχων δύο ὦτα, ἤτοι δύο λαβάς, Ὀδ. Χ. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux oreilles, à deux anses.
Étymologie: ἄμφω, οὖς.
Spanish (DGE)
v. ἀμφώτας.
-ον
1 de dos asas ἄλεισον Od.22.10.
2 subst. τὸ ἄ. ánfora Hierocl.Facet.35.
Greek Monolingual
ἄμφωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + οὖς, ὠτός, πιθ. αντί ἀμφόατος ή -ώατος].
Greek Monotonic
ἄμφωτος: -ον (οὖς), με δύο αυτιά, με δύο χερούλια - λαβές, σε Ομήρ. Οδ.