ἀνακοιρανέω: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(big3_4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀνακοιρᾰνέω) [[regir]], [[reinar]] ἐπὶ Ζεφυρίτιδος ἀκτῆς Posidipp.13.3P. | |dgtxt=(ἀνακοιρᾰνέω) [[regir]], [[reinar]] ἐπὶ Ζεφυρίτιδος ἀκτῆς Posidipp.13.3P. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνακοιρᾰνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[άρχω]], [[βασιλεύω]] ή [[διοικώ]] έναν [[τόπο]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A rule or command in a place, Posidipp. ap. Ath.7.318d.
German (Pape)
[Seite 193] herrschen, Posidip. 21 (App. 67). Hom. Il. 5, 824 μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα gehört nicht hierher.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακοιρᾰνέω: ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν κεχωρισμένως, ἀνὰ κοιρανέοντα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander à ou dans.
Étymologie: ἀνά, κοιρανέω.
Spanish (DGE)
(ἀνακοιρᾰνέω) regir, reinar ἐπὶ Ζεφυρίτιδος ἀκτῆς Posidipp.13.3P.
Greek Monotonic
ἀνακοιρᾰνέω: μέλ. -ήσω, άρχω, βασιλεύω ή διοικώ έναν τόπο, σε Ανθ.