ἀνδρογόνος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἀνδρογόνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάπτυξη]] ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό [[δράση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ανδρογόνα</i><br />α) <b>(βιοχ.)</b> ορμόνες με αρρενοποιό [[δράση]]<br />β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική [[κατάσταση]] δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευνοϊκός]] για τη [[γέννηση]] αρσενικών παιδιών. | |mltxt=-ο (Α [[ἀνδρογόνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάπτυξη]] ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό [[δράση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ανδρογόνα</i><br />α) <b>(βιοχ.)</b> ορμόνες με αρρενοποιό [[δράση]]<br />β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική [[κατάσταση]] δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευνοϊκός]] για τη [[γέννηση]] αρσενικών παιδιών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνδρογόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A begetting men, ἡμέρα ἀ. a day favourable for begetting (or for the birth of) male children, Hes. Op.783,788.
German (Pape)
[Seite 218] ἡμέρα Hes. O. 781, der Erzeugung von (Männern) Knaben günstig, Ggstz κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστι γενέσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρογόνος: -ον, [[[ἡμέρα]]] ἀνδρογόνος, πρόσφορος πρὸς γέννησιν ἀρρένων τέκνων, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 781, 786.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des hommes, càd des enfants mâles.
Étymologie: ἀνήρ, γίγνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
que favorece el nacimiento de varones (ἡμέρα) Hes.Op.783, 788, 794.
Greek Monolingual
-ο (Α ἀνδρογόνος, -ον)
νεοελλ.
βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό δράση
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ανδρογόνα
α) (βιοχ.) ορμόνες με αρρενοποιό δράση
β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική κατάσταση δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες
αρχ.
ευνοϊκός για τη γέννηση αρσενικών παιδιών.
Greek Monotonic
ἀνδρογόνος: -ον (ἀνήρ, γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ.