ἀπολάπτω: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπολάπτω]] (Α) [[λάπτω]]<br />[[πίνω]] με τη [[γλώσσα]] όπως ο [[σκύλος]], [[καταπίνω]] [[λαίμαργα]]. | |mltxt=[[ἀπολάπτω]] (Α) [[λάπτω]]<br />[[πίνω]] με τη [[γλώσσα]] όπως ο [[σκύλος]], [[καταπίνω]] [[λαίμαργα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπολάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καταπίνω]] πλαταγίζοντας τη [[γλώσσα]] μου όπως ο [[σκύλος]] που πίνει [[νερό]], [[καταπίνω]] [[λαίμαργα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A lap up like a dog, swallow greedily, Ar.Nu.811.
German (Pape)
[Seite 310] ablecken, abschlürfen; übertr. = ἀπολαύω, τινός Ar. Nubb. 801.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολάπτω: μέλλ. -ψω, λάπτω, πίνω διὰ τῆς γλώσσης ὡς ὁ κύων, καταπίνω λαιμάργως, Ἀριστοφ. Νεφ. 811· πρβλ. ἀπολαύω Ι.3.
French (Bailly abrégé)
avaler en lapant, laper.
Étymologie: ἀπό, λάπτω.
Spanish (DGE)
devorar τὸν ζωμόν Antiph.44.4
•fig. ὅ τι πλεῖστον δύνασαι ref. a pers., Ar.Nu.811.
Greek Monolingual
ἀπολάπτω (Α) λάπτω
πίνω με τη γλώσσα όπως ο σκύλος, καταπίνω λαίμαργα.
Greek Monotonic
ἀπολάπτω: μέλ. -ψω, καταπίνω πλαταγίζοντας τη γλώσσα μου όπως ο σκύλος που πίνει νερό, καταπίνω λαίμαργα, σε Αριστοφ.