ἀργύφεος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργύφεος]], -έη, -εον (Α)<br />αυτός που λάμπει σαν [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[παράλληλος]] τ. του [[άργυφος]], σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>εος</i>. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] ενδύματα].
|mltxt=[[ἀργύφεος]], -έη, -εον (Α)<br />αυτός που λάμπει σαν [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[παράλληλος]] τ. του [[άργυφος]], σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>εος</i>. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] ενδύματα].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργύφεος:''' [ῠ], -η, -ον ([[ἄργυρος]]), αυτός που είναι [[λευκός]] ή [[λαμπερός]] όπως το [[ασήμι]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργύφεος Medium diacritics: ἀργύφεος Low diacritics: αργύφεος Capitals: ΑΡΓΥΦΕΟΣ
Transliteration A: argýpheos Transliteration B: argypheos Transliteration C: argyfeos Beta Code: a)rgu/feos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, Ep. Adj.

   A silver-shining, silver-white, σπέος Il.18.50; φᾶρος Od.5.230; ἐσθής Hes.Th.574; νάματα AP9.633 (Damoch.); ὠεόν Orph.Fr.70, cf.Mus.Belg.16.71 (Athens, ii A.D.), Epic. in POxy. 421.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργύφεος: [ῠ], -η, -ον, Ἐπ. ἐπίθ., λάμπων ὡς ἄργυρος, λευκὸς ὡς ἄργυρος, Ἰλ. Σ. 50, Ὀδ. Ε. 230. Ἡσ. Θ. 574· τὸ ἀργύφεος, ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἄργυρος, οἵαν τὸ λιγὺς πρὸς τὸ λιγυρός: (ἴδε ἐν λ. ἀργός).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
éclatant de blancheur.
Étymologie: ἀργός¹, φαίνω.

English (Autenrieth)

(root ἀργ): white shining, glittering; φᾶρος, Od. 5.230; σπέος, of the Nereids (cf. ἀργυρόπεζα), Il. 18.50.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Prosodia: [ῠ]

• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Hes.Fr.43a.73, Nonn.D.44.192]
de brillo argénteo σπέος Il.18.50, φᾶρος Od.5.230, ἐσθής Hes.Th.574, εἷμα Hes.Fr.l.c., ὠεόν Orph.Fr.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, ἅρμα Nonn.l.c., νάματα AP 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536.

Greek Monolingual

ἀργύφεος, -έη, -εον (Α)
αυτός που λάμπει σαν άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε -εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα].

Greek Monotonic

ἀργύφεος: [ῠ], -η, -ον (ἄργυρος), αυτός που είναι λευκός ή λαμπερός όπως το ασήμι, σε Όμηρ.