ἀριστοκρατικός: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀριστοκρατικός]], -ή, -όν) [[αριστοκρατία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[τάξη]] των ευγενών, [[ευπατρίδης]], [[αριστοκράτης]]<br /><b>2.</b> ο [[οπαδός]] του αριστοκρατικού πολιτεύματος<br /><b>3.</b> αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες<br /><b>4.</b> αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' [[επέκταση]] σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια [[οικογένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[τάξη]] των αριστοκρατών ή το [[πολίτευμα]] της αριστοκρατίας. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀριστοκρατικός]], -ή, -όν) [[αριστοκρατία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[τάξη]] των ευγενών, [[ευπατρίδης]], [[αριστοκράτης]]<br /><b>2.</b> ο [[οπαδός]] του αριστοκρατικού πολιτεύματος<br /><b>3.</b> αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες<br /><b>4.</b> αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' [[επέκταση]] σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια [[οικογένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[τάξη]] των αριστοκρατών ή το [[πολίτευμα]] της αριστοκρατίας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀριστοκρᾰτικός:''' -ή, -όν, [[αριστοκρατικός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A aristocratical, Pl.R.587d; ἀ. πολιτεία Arist.Pol.1288a21, 1265b33 (Comp.); κοινωνία, of man and wife, Id.EN1160b32; παῖς Cic.Att.2.15.4 (Sup.). Adv. -κῶς Arist.Pol.1300a41, 1317a6, Cic.Att.2.3.4, Str.10.1.8.
German (Pape)
[Seite 352] ή, όν, zur Herrschaft der Vornehmen gehörig, der Aristokratie geneigt, Plat. Rep. IX, 587 d; Arist. Pol. 3, 11. – Adv., Cic. Att. 1, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστοκρᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν ἢ ὁ κλίνων πρὸς αὐτήν, Πλάτ. Πολ. 587D· ἀρ. πολιτεία (πρβλ. ἀριστοκρατία ΙΙ.), Ἀριστ. Πολ. 2. 6. 16, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς αὐτόθι 4. 15, 20., 6. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aristocratique.
Étymologie: ἀριστοκρατία.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1aristocrático de instituciones πολιτεία Arist.Pol.1278a19, 1288a21, πλῆθος op. βασιλευτόν, πολιτικόν Arist.Pol.1288a7, dif. de oligárquico, Plb.6.3.11, 8.1, 10.4
•τὸ δίκαιον τοὶ μὲν ἀριστοκρατικὸν τοὶ δὲ δημοκρατικὸν τοὶ δὲ ὀλιγαρχικὸν ποιοῦντι el derecho, unos lo hacen acomodado al régimen aristocrático, otros al democrático, otros al oligárquico Ps.Archyt.Pyth.Hell.34.4, συνεδρίαι Plu.2.714b, cf. D.H.6.65, Plot.4.4.17
•subst. ἡ ἀ. (βασιλεία): ἀνδρὸς δὲ καὶ γυναικὸς ἀριστοκρατικὴ φαίνεται el matrimonio parece un régimen de tipo aristocrático Arist.EN 1160b32.
2 aristócrata, noble Pl.R.587d, Σερουίλιος δ' ἀνὴρ ἀ. Plu.2.203e, cf. Aem.38, Cic.Att.35.4.
II adv. -ῶς
1 según régimen aristocrático διοικοῦνται δ' ἀ. οἱ Μασσαλιῶται los masaliotas tienen por régimen político la constitución aristocrática Str.4.1.5, cf. 10.1.8, ἂν ... ᾖ ... τὰ ... περὶ τὰ δικαστήρια ἀ. si la organización de los tribunales es según el régimen aristocrático Arist.Pol.1317a6.
2 excelentemente, multa sunt scripta ἀ. Cic.Att.23.4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀριστοκρατικός, -ή, -όν) αριστοκρατία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης
2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος
3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες
4. αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' επέκταση σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια οικογένεια
αρχ.
ο σχετικός με την τάξη των αριστοκρατών ή το πολίτευμα της αριστοκρατίας.
Greek Monotonic
ἀριστοκρᾰτικός: -ή, -όν, αριστοκρατικός, σε Πλάτ.