Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δάπανος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δάπανος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δαπανηρός]], [[πολυδάπανος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να δαπανά, ο [[σπάταλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δάπανος]] που απαντά στον Θουκυδίδη ως [[επίθετο]] της λ. [[ελπίς]] και ξαναχρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό του [[δαπανώ]]].
|mltxt=[[δάπανος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δαπανηρός]], [[πολυδάπανος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να δαπανά, ο [[σπάταλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δάπανος]] που απαντά στον Θουκυδίδη ως [[επίθετο]] της λ. [[ελπίς]] και ξαναχρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό του [[δαπανώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δάπανος:''' -ον, = [[δαπανηρός]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάπᾰνος Medium diacritics: δάπανος Low diacritics: δάπανος Capitals: ΔΑΠΑΝΟΣ
Transliteration A: dápanos Transliteration B: dapanos Transliteration C: dapanos Beta Code: da/panos

English (LSJ)

[δᾰ], ον,

   A = δαπανηρός, ἐλπίς Th.5.103; ῥᾳθυμία cj. in Longin.44.11: c. gen., Plu.2.624d.

German (Pape)

[Seite 522] ον, dasselbe, verschwenderisch, ἐλπίς Thuc. 5, 103; τινός Ath. II, 52 e Plut. Symp. 1, 6, 4; κόλλοψDiosc. 3 (XII, 42).

Greek (Liddell-Scott)

δάπανος: -ον, = δαπανηρός, ἐλπὶς Θουκ. 5. 103· μ. γεν., Ἀθήν. 52Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dépensier, prodigue;
2 qui consume, qui épuise, gén..
Étymologie: cf. δαπάνη.

Spanish (DGE)

(δάπᾰνος) -ον

• Prosodia: [δᾰ-]
1 pródigo fig. ἐλπίς Th.5.103
derrochador, malgastador κόλλοψ AP 12.42 (Diosc.).
2 c. gen. que consume δύναμις ... δ. ὑγρῶν Plu.2.624d
que echa a perder δ. ... τῶν νῦν γεννωμένων φύσεων ἡ ῥᾳθυμία Longin.44.11.

Greek Monolingual

δάπανος, -ον (Α)
1. δαπανηρός, πολυδάπανος
2. αυτός που έχει την τάση να δαπανά, ο σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάπανος που απαντά στον Θουκυδίδη ως επίθετο της λ. ελπίς και ξαναχρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό του δαπανώ].

Greek Monotonic

δάπανος: -ον, = δαπανηρός, σε Θουκ.