ἀπολιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπολιβάζω]] (Α) [[λιβάζω]]<br /><b>1.</b> [[σταλάζω]] [[κάτω]], χύνομαι<br /><b>2.</b> [[απέρχομαι]] [[μακριά]], εξαφανίζομαι.
|mltxt=[[ἀπολιβάζω]] (Α) [[λιβάζω]]<br /><b>1.</b> [[σταλάζω]] [[κάτω]], χύνομαι<br /><b>2.</b> [[απέρχομαι]] [[μακριά]], εξαφανίζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολῐβάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αποστάζω]], [[εκπίπτω]], εξαφανίζομαι, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῐβάζω Medium diacritics: ἀπολιβάζω Low diacritics: απολιβάζω Capitals: ΑΠΟΛΙΒΑΖΩ
Transliteration A: apolibázō Transliteration B: apolibazō Transliteration C: apolivazo Beta Code: a)poliba/zw

English (LSJ)

   A cause to drop off, throw away, Pherecr.42.    II intr., drop off, vanish, οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά; Eup.206, cf. Ar.Av.1467.

German (Pape)

[Seite 312] (eigtl. wegtröpfeln). intr., Phereer. u. Eupol. bei B. A. 431 (ἀπὸ τῆς λιβάδος ἐκρυῆναι); Ar. Av. 1467 οὐκ ἀπολιβάξεις, wirst du dich nicht fortpacken? wo der Schol. gar an ἐς Λιβύην ἀποφθερῇ gedacht; Hesych. ἀποῤῥυήσει, ἀποφθερεῖ. Vgl. ἀπολιταργίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολῐβάζω: μέλλ. -ξω, κυρίως, ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ ἀπορρίπτω, «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκπίπτω, πόρρω απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω.

French (Bailly abrégé)

1 intr. faire ses paquets pour déguerpir, déguerpir;
2 tr. faire déguerpir.
Étymologie: ἀπό, λιβάζω.

Spanish (DGE)

(ἀπολῐβάζω) I 1mandar a paseo τρυγώνους καὶ λύρας Pherecr.47.
2 intr. largarse οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά; Eup.223, cf. Ar.Au.1467.
II gotear Hsch.s.u. ἀπολιβάσαι (cf. ἀπολείβω).

Greek Monolingual

ἀπολιβάζω (Α) λιβάζω
1. σταλάζω κάτω, χύνομαι
2. απέρχομαι μακριά, εξαφανίζομαι.

Greek Monotonic

ἀπολῐβάζω: μέλ. -ξω, αποστάζω, εκπίπτω, εξαφανίζομαι, σε Αριστοφ.