Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δεκάφυλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεκάφυλος]], -ον (Α)<br />χωρισμένος σε [[δέκα]] φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ [[πρώτα]] ήταν χωρισμένοι σε [[τέσσερεις]] φυλές, τους χώρισε σε [[δέκα]]).
|mltxt=[[δεκάφυλος]], -ον (Α)<br />χωρισμένος σε [[δέκα]] φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ [[πρώτα]] ήταν χωρισμένοι σε [[τέσσερεις]] φυλές, τους χώρισε σε [[δέκα]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεκάφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που αποτελείται από [[δέκα]] φυλές, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάφῡλος Medium diacritics: δεκάφυλος Low diacritics: δεκάφυλος Capitals: ΔΕΚΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: dekáphylos Transliteration B: dekaphylos Transliteration C: dekafylos Beta Code: deka/fulos

English (LSJ)

ον,

   A consisting of ten tribes, Hdt.5.66.

German (Pape)

[Seite 543] in zehn Stämme getheilt, Her. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάφῡλος: -ον, ὁ ἐκ δέκα φυλῶν ἀποτελούμενος, Ἡρόδ. 5. 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
partagé en dix tribus.
Étymologie: δέκα, φυλή.

Spanish (DGE)

(δεκάφῡλος) -ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
dividido en diez tribus ὁ Κλεισθένης ... Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε Hdt.5.66, λαός Orac.Sib.2.171.

Greek Monolingual

δεκάφυλος, -ον (Α)
χωρισμένος σε δέκα φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ πρώτα ήταν χωρισμένοι σε τέσσερεις φυλές, τους χώρισε σε δέκα).

Greek Monotonic

δεκάφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που αποτελείται από δέκα φυλές, σε Ηρόδ.