ὀρθιάδε: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθιάδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] τα [[πάνω]], [[προς]] τον ανήφορο, ανηφορικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρθιος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ενθά</i>-<i>δε</i>)].
|mltxt=[[ὀρθιάδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] τα [[πάνω]], [[προς]] τον ανήφορο, ανηφορικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρθιος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ενθά</i>-<i>δε</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθιάδε:''' ([[ὄρθιος]]), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθιάδε Medium diacritics: ὀρθιάδε Low diacritics: ορθιάδε Capitals: ΟΡΘΙΑΔΕ
Transliteration A: orthiáde Transliteration B: orthiade Transliteration C: orthiade Beta Code: o)rqia/de

English (LSJ)

Adv., (ὄρθιος)

   A uphill, X.Lac.2.3.

German (Pape)

[Seite 373] u. ὀρθιάζε, gradauf, bergauf, Xen. Lac. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθιάδε: Ἐπίρρ. (ὄρθιος), πρὸς τὰ ἄνω, «τὸν ἀνήφορον», Ξεν. Λακεδ. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers les hauteurs, en haut avec mouv.
Étymologie: ὄρθιος, -δε.

Greek Monolingual

ὀρθιάδε (Α)
επίρρ. προς τα πάνω, προς τον ανήφορο, ανηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ενθά-δε)].

Greek Monotonic

ὀρθιάδε: (ὄρθιος), επίρρ., προς τα πάνω, ανηφορικά, σε Ξεν.