Ξανθίας: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(27) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Ξανθίας]], ὁ (Α)<br />[[Ξάνθος]]<br /><b>1.</b> όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική [[κωμωδία]]<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) α) [[δούλος]]<br />β) [[είδος]] ρίψης τών ζαριών. | |mltxt=[[Ξανθίας]], ὁ (Α)<br />[[Ξάνθος]]<br /><b>1.</b> όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική [[κωμωδία]]<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) α) [[δούλος]]<br />β) [[είδος]] ρίψης τών ζαριών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ξανθίας:''' -ου, ὁ, [[Ξανθίας]], όνομα δούλου σε [[κωμωδία]], σε Αριστοφ.· [[χωρίς]] [[αμφιβολία]] είχε ξανθά μαλλιά· πρβλ. [[πυρρίας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:49, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A Xanthias, typical name of a slave in Greek comedy (from his yellow wig), Ar.Ach.243,Av.656,V.1,Ra.1, cf. Aeschin. 2.157. II a throw of the dice, Hsch., cf. Eub.59.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Xanthias.
Étymologie: ξανθός.
Greek Monolingual
Ξανθίας, ὁ (Α)
Ξάνθος
1. όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική κωμωδία
2. (ως προσηγορικό) α) δούλος
β) είδος ρίψης τών ζαριών.
Greek Monotonic
Ξανθίας: -ου, ὁ, Ξανθίας, όνομα δούλου σε κωμωδία, σε Αριστοφ.· χωρίς αμφιβολία είχε ξανθά μαλλιά· πρβλ. πυρρίας.