μετελευστέον: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετελευστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μετέρχομαι]], πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. [[μετελευστέον]] τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154. | |lstext='''μετελευστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μετέρχομαι]], πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. [[μετελευστέον]] τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετελευστέον:''' ρημ. επίθ., [[κάτι]] που πρέπει να τιμωρηθεί, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must punish, Luc.Fug.22.
Greek (Liddell-Scott)
μετελευστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μετέρχομαι, πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. μετελευστέον τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154.
Greek Monotonic
μετελευστέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί, σε Λουκ.