κλαστάζω: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλαστάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, [[κλαδεύω]] [[αμπέλι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπεινώνω]] κάποιον, του [[κόβω]] τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλαστός]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κλάστης]]. | |mltxt=[[κλαστάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, [[κλαδεύω]] [[αμπέλι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπεινώνω]] κάποιον, του [[κόβω]] τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλαστός]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κλάστης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλαστάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κλάω]]), [[περιποιούμαι]] [[αμπέλι]], [[κλαδεύω]]· μεταφ., <i>κλ. τινά</i>, «[[κόβω]] τα φτερά κάποιου», τον [[ταπεινώνω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A dress vines (cf. κλάσις 1.1): metaph., trim, humble, Ar.Eq.166.
German (Pape)
[Seite 1446] = κλάω, bes. den Weinstock abblatten, die Blätter u. Ranken abbrechen, Sp.; übertr., βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις Ar. Equ. 166, demüthigen, beugen.
Greek (Liddell-Scott)
κλαστάζω: περιποιοῦμαι ἄμπελον, κλαδεύω, «βλαστολογῶ» (ἴδε κλάσις)· μεταφορ., «κόπτω τὰ πτερά τινος», ταπεινώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 166.
French (Bailly abrégé)
ébrancher ; fig. abattre, décourager.
Étymologie: κλαστός.
Greek Monolingual
κλαστάζω (Α)
1. κόβω τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, κλαδεύω αμπέλι
2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον, του κόβω τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός ή < κλάστης.
Greek Monotonic
κλαστάζω: μέλ. -σω (κλάω), περιποιούμαι αμπέλι, κλαδεύω· μεταφ., κλ. τινά, «κόβω τα φτερά κάποιου», τον ταπεινώνω, σε Αριστοφ.