ἔποικτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔποικτος]], -ον (Α) [[οίκτος]]<br />[[αξιολύπητος]].
|mltxt=[[ἔποικτος]], -ον (Α) [[οίκτος]]<br />[[αξιολύπητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔποικτος:''' -ον, [[αξιοθρήνητος]], [[θλιβερός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποικτος Medium diacritics: ἔποικτος Low diacritics: έποικτος Capitals: ΕΠΟΙΚΤΟΣ
Transliteration A: époiktos Transliteration B: epoiktos Transliteration C: epoiktos Beta Code: e)/poiktos

English (LSJ)

ον, =

   A piteous, φόνυς ib.1614.

German (Pape)

[Seite 1007] beklagenswerth, φόνος Aesch. Ag. 1597.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποικτος: -ον, ἀξιολύπητος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1614.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐποίκτιστος.

Greek Monolingual

ἔποικτος, -ον (Α) οίκτος
αξιολύπητος.

Greek Monotonic

ἔποικτος: -ον, αξιοθρήνητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.