κακοτυχής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κακοτυχής]], -ές)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[κακότυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοτυχές</i><br />η [[κακοτυχία]] («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σκληρο</i>-<i>τυχής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[κακοτυχής]], -ές)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[κακότυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοτυχές</i><br />η [[κακοτυχία]] («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σκληρο</i>-<i>τυχής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοτῠχής:''' -ές ([[τύχη]]), [[κακότυχος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτῠχής Medium diacritics: κακοτυχής Low diacritics: κακοτυχής Capitals: ΚΑΚΟΤΥΧΗΣ
Transliteration A: kakotychḗs Transliteration B: kakotychēs Transliteration C: kakotychis Beta Code: kakotuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A unfortunate, used by E. in lyr., Med.1274, Hipp.669: Sup., ib. 679; τὸ κ., = sq., Id.HF133; κ. καὶ ἄθλιον γένος Sch.rec.A.Pers. 1013, cf. Cat.Cod.Astr.8<*>4).142.

German (Pape)

[Seite 1304] ές, unglücklich; ἰὼ κακοτυχὲς γύναι Eur. Med. 1274; πότμοι γυναικῶν Hipp. 669; τὸ κ., das Unglück, Herc. f. 133.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτῠχής: -ές, «κακότυχος», ἀντίθετον τῷ εὐτυχής, Εὐρ. Μήδ. 1274, Ἱππ. 669, Ἱκέτ., αὐτόθι 679· τὸ κακοτυχὲς = τῷ ἑπομ., ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
malheureux.
Étymologie: κακός, τύχη.

Greek Monolingual

-ές (Α κακοτυχής, -ές)
αυτός που έχει κακή τύχη, κακότυχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοτυχές
η κακοτυχία («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τυχής (< τύχη), πρβλ. σκληρο-τυχής].

Greek Monotonic

κᾰκοτῠχής: -ές (τύχη), κακότυχος, σε Ευρ.