τριαινόω: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ébranler avec le trident;<br /><b>2</b> remuer la terre avec une fourche.<br />'''Étymologie:''' [[τρίαινα]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ébranler avec le trident;<br /><b>2</b> remuer la terre avec une fourche.<br />'''Étymologie:''' [[τρίαινα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τριαινόω:''' μέλ. <i>τριαινώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανυψώνω]], [[σείω]] χτυπώντας με την [[τρίαινα]]· γενικά, [[κινώ]], [[ανατρέπω]], [[καταρρίπτω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τριαινόω]] τὴν γῆν δικέλλῃ, την [[οργώνω]] με τον κασμά, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐαινόω Medium diacritics: τριαινόω Low diacritics: τριαινόω Capitals: ΤΡΙΑΙΝΟΩ
Transliteration A: triainóō Transliteration B: triainoō Transliteration C: triainoo Beta Code: triaino/w

English (LSJ)

prop.

   A heave with the trident: then, generally, heave or prise up, overthrow, θάκους μοχλοῖς τ. E.Ba.348.    II τ. δικέλλῃ τὸ γῄδιον break it up with a fork or mattock, Ar.Pax570 (troch.).

Greek (Liddell-Scott)

τριαινόω: κυρίως διασείω κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως καθόλου, κινῶ, διακινῶ, ἀνατρέπω, καταρρίπτω, τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 ébranler avec le trident;
2 remuer la terre avec une fourche.
Étymologie: τρίαινα.

Greek Monotonic

τριαινόω: μέλ. τριαινώσω,
I. ανυψώνω, σείω χτυπώντας με την τρίαινα· γενικά, κινώ, ανατρέπω, καταρρίπτω, σε Ευρ.
II. τριαινόω τὴν γῆν δικέλλῃ, την οργώνω με τον κασμά, σε Αριστοφ.