προσδεής: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει την [[ανάγκη]] κάποιου επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>δεής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει την [[ανάγκη]] κάποιου επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>δεής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσδεής:''' -ές ([[δέω]] Β), αυτός που έχει [[επιπλέον]] [[ανάγκη]], αυτός που έχει [[ακόμα]] [[έλλειψη]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A needing besides, yet lacking, τινος Pl.Ti.33d, Luc. Demon.4, Poll.5.170.
German (Pape)
[Seite 754] ές, noch dazu bedürfend, bedürftig, c. gen., Plat. Tim. 33 d u. Sp., wie Luc. Demon. 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσδεής: -ές, ὁ ἔχων χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Πλάτ. Τίμ. 33D, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 4, Πολυδ. Ε΄, 170.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a encore besoin de, gén..
Étymologie: προσδέομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν-δεής].
Greek Monotonic
προσδεής: -ές (δέω Β), αυτός που έχει επιπλέον ανάγκη, αυτός που έχει ακόμα έλλειψη, τινος, σε Πλάτ.