ληπτικός: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληπτικός]], -ή, -όν (Α) [[ληπτός]]<br /><b>1.</b> ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφομοιωτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εκκριτικό. | |mltxt=[[ληπτικός]], -ή, -όν (Α) [[ληπτός]]<br /><b>1.</b> ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφομοιωτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εκκριτικό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληπτικός:''' -ή, -όν ([[λαμβάνω]]), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to accept, Arist.EN1120b15. II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.
German (Pape)
[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.
Greek Monolingual
ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.
Greek Monotonic
ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.