ἐπεκβαίνω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεκβαίνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποβιβάζομαι («ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) (για [[κύμα]]) [[βγαίνω]] έξω στην [[ακτή]]. | |mltxt=[[ἐπεκβαίνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποβιβάζομαι («ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) (για [[κύμα]]) [[βγαίνω]] έξω στην [[ακτή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπεκβαίνω:''' μέλ. <i>-εκβήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-εξέβην</i>, [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] σε, [[αποβιβάζω]], [[ξεμπαρκάρω]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A go out upon, disembark, ἐς γῆν Th.8.105: abs., Id.1.49: c. acc., ἐ. χέρσον, of waves, go out over, AP7.393 (Diocl., χέρσῳ cod.), 9.276 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 913] (s. βαίνω), noch dazu, hinterher aussteigen, ἐς τὴν γῆν Thuc. 8, 105; Sp.; χέρσον, austreten aufs Land, von Wellen, Crinag. 31 (IX, 276).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκβαίνω: ἐκβαίνω εἴς τι, ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν Θουκ. 8. 105· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 1. 49: - μετ’ αἰτιατ., χέρσον, ἐπεκβαίνειν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀνθ. Παλ. 9. 276.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐπεξέβην;
sortir pour aller sur, descendre (à terre).
Étymologie: ἐπί, ἐκβαίνω.
Greek Monolingual
ἐπεκβαίνω (AM)
μσν.
(για χρόνο) περνώ
αρχ.
1. αποβιβάζομαι («ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν», Θουκ.)
2. (με αιτ.) (για κύμα) βγαίνω έξω στην ακτή.
Greek Monotonic
ἐπεκβαίνω: μέλ. -εκβήσομαι, αόρ. βʹ -εξέβην, εξέρχομαι, βγαίνω σε, αποβιβάζω, ξεμπαρκάρω, σε Θουκ.