τετράζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ζυγούς ή [[τέσσερα]] υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τετραπλός]] («ὀμφὴ [[τετράζυγος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>ζυγος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ζυγούς ή [[τέσσερα]] υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τετραπλός]] («ὀμφὴ [[τετράζυγος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>ζυγος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] ζυγούς, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράζῠγος Medium diacritics: τετράζυγος Low diacritics: τετράζυγος Capitals: ΤΕΤΡΑΖΥΓΟΣ
Transliteration A: tetrázygos Transliteration B: tetrazygos Transliteration C: tetrazygos Beta Code: tetra/zugos

English (LSJ)

ον,

   A fouryoked, ὄχοι E.Hel.1039.    2 generally, fourfold, ὀμφή Nonn.D.12.107.

German (Pape)

[Seite 1097] vierjochig; ὄχοι, vierspännig, Eur. Hel. 1045; übh. vierfach, ὀμφή, Nonn. D. 12, 108; – τὸ τετράζυγον, sc. ἅρμα, ein vierspänniger Wagen.

Greek (Liddell-Scott)

τετράζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ζυγούς, ὄχος Εὐριπ. Ἑλ. 1039· - καθόλου, τετραπλοῦς, ὀμφὴ Νόνν. Δ. 12. 108· κόσμος αὐτόθι 169.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 attelé de quatre chevaux;
2 quadruple.
Étymologie: τέσσαρες, ζυγόν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ζυγούς ή τέσσερα υποζύγια («τετραζύγων ὄχων», Ευρ.)
2. τετραπλός («ὀμφὴ τετράζυγος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ζυγος (< -ζυγός), πρβλ. τρί-ζυγος].

Greek Monotonic

τετράζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει τέσσερις ζυγούς, σε Ευρ.